συγγνώμων
English (LSJ)
ον, gen. ονος: (
A συγγιγνώσκω 1):—agreeing with, Pl.Lg. 770c; σφίσι App.BC2.122; τῆς ἀνάγκης about . ., Plu.Cleom.10; sharing knowledge with, ἀλλήλοισι cj. in Hp.Vict.1.6 (Vorsokr.i p.106). II (συγγιγνώσκω IV) disposed to pardon or forgive, indulgent, E.Fr.645, cf. Pl.Lg.921a, Arist.EN1143a19; σ. εἶναί τινι to be indulgent, show favour to a person, X.Mem.2.2.14; σ. εἶναί τινος to be disposed to forgive a thing, E.Med.870, cf. X.Cyr.6.1.37; σ. τινί τινος D.H.1.58; ξυγγνώμονες ἔστε [τισι] κολάζεσθαι, τῆς τιμωρίας τυγχάνειν, allow them to... Th.2.74; τὸ σύγγνωμον indulgence, Pl.Lg.757e; Ἀπόλλωνι καὶ Ἀσκληπιῷ συγγνώμοσιν IG42(1).432 (Epid., iv A.D.). 2 Pass., pardoned, deserving pardon or indulgence, ξ. ἐστὶ τὸ ἀκούσιον Th.3.40; ξ. τι γίγνεσθαι πρὸς τοῦ θεοῦ Id.4.98.