συγκλίνω
English (LSJ)
[ῑ],
A lay together:—Pass., lie with, [γυναικί] Hdt.2.181; of the woman, οὐκ ἔστιν ἥτις τῷδε -κλιθήσεται E.Alc.1090. 2 intr. in Act., lean, incline, ταῖς εὐνοίαις Plb.7.11.4. II inflect similarly, A.D.Synt.102.11. III συγκεκλιμένου τοῦ σκέλεος,= συγκεκαμμένου (which is v.l.), Hp.Art.60.