θεοποιέω
English (LSJ)
A make into gods, deify, τὰ θνητά D.H.2.56, cf. Luc.Scyth. 1; Πυθαγόραν S.E.M.7.94. II make divine, ἄνθρωπον θ. αἱ ἐπιστῆμαι Hierocl.inCA Praef.p.417M.
German (Pape)
[Seite 1197] einen Gott machen, vergöttern, τὰ θνητά D. Hal. 2, 56; Luc. Scyth. 1; θεοποιηθέντες θεοί S. Emp. adv. phys. 1, 51.
Greek (Liddell-Scott)
θεοποιέω: ποιῶ θεόν, μεταβάλλω εἰς θεόν, Λουκ. Σκυθ. 1, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 94. 2) θ. ἀνθρώπους, ποιῶ αὐτοὺς μετόχους θείας φύσεως, Ἀθανάσ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
diviniser, acc..
Étymologie: θεοποιός.