κτίστης
English (LSJ)
ου, ὁ,
A founder, Arist.Fr.484, OGI111.9 (Egypt, ii B.C.), Luc.Macr.13; of Apollo as founder of Cyrene, Berl.Sitzb.1903.85: pl., Call.Aet.Oxy.2080.64; ὁ τῆς στοᾶς κ., i.e. Zeno, Ath.8.345c, D.L.2.120: metaph., ἰατρικῆς κ. IG14.1759. 2 builder, POxy. 2144.8 (iii A.D.). II restorer, τῆς πατρίδος Plu.Cic.22. III Creator, ὁ κ. ἁπάντων LXX Si.24.8, al.
Greek (Liddell-Scott)
κτίστης: -ου, ὁ, ὁ κτίσας ἢ ἱδρύσας, ἱδρυτής, Λατ. conditor, Ἀριστ. Ἀποσπ. 507, Λουκ. Μακροβ. 13˙ ὁ τῆς στοᾶς κτ., δηλ. ὁ Ζήνων, Ἀθήν. 345C, Διογ. Λ. 2. 120. ΙΙ. ὁ ἀνορθωτής, ἐπανορθωτής, Λατ. restitutor, τῆς πατρίδος Πλουτ. Κικ. 22.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 fondateur;
2 qui rétablit, qui restaure.
Étymologie: κτίζω.