συμφωνέω
English (LSJ)
A sound together, be in harmony or unison (cf. συμφωνία), ἐκ πασῶν μία ἁρμονία συμφωνεῖ Pl.R.617b, cf. Thphr.Sens.85, Arist.Pr.919b2, Ion Eleg.3; of reed-tongues, to be of the same quality, Thphr.HP4.11.7; κιθαρισταὶ σ. Callix.2; cf. συμφωνία 111:—Pass., τὰ συμφωνούμενα consonants (lit. things which are sounded with vowels), D.H.Dem.43. II metaph., harmonize with, ποῖα ποίοις σ. τῶν γενῶν Pl.Sph.253b, cf. Phd.101d, Arist.EN1107a32; σ. τοῖς εἰρημένοις Pl.R.398c; τὰ ἔργα οὐ σ. τοῖς λόγοις Id.La.193e; συμφωνοῦντα τοῖς ἔργοις in harmony with practical experience, Gal.19.217; ἐπιθυμίαι οὐ σ. ἀλλήλαις Isoc.5.87; οὐ συμφωνοῦσι . . φροντίδες μακαριότητι Epicur.Ep.1p.28U.; also ταῦτα πρὸς ἄλληλα σ. συμφωνίαν τὴν ἀρίστην Arist.Pol.1334b10; hold or express the same opinions, ταῦτα συμφωνοῦσι πάντες Thphr.CP6.9.2; ἔντισι Pl.Phdr.263b; περί τινος or τινων, Democr.107, D.H.2.47:—Med., Thphr.CP1.1.1:—Pass., to be agreed to, παρὰ πᾶσι D.S.1.20; εἰ συνεφωνεῖτο πάντα τοῖς γράψασι περὶ τροφῆς Gal.6.454, cf. 15.107: c. inf., ἡ ἔφοδος σ. γενέσθαι D.H.1.74: impers., τὴν ἁρπαγὴν γεγονέναι συμπεφώνηται D.S.5.69, cf. Gal.6.391; σ. ὅτι . . D.S.1.26. 2 make an agreement or bargain with any one, ἰδίᾳ σ. πρὸς αὐτούς PCair.Zen.302.13 (iii B.C.); συμφωνήσας Ἡρακλείδης μετὰ Θοτέως ib.330.2 (iii B.C.); περί τινος Plb.2.15.5; σ. τινὶ δηναρίου for a denarius, Ev.Matt.20.13:—Pass., συνεφωνήθη ὑμῖν πειράσαι Act.Ap.5.9; ὥστε . . D.S.14.26; τὸ συμφωνηθέν the agreement, Id.30.19; τὰ συμφωνηθέντα IG42(1).77.20 (Epid., ii B.C.); τὰ εἴκοσι τάλαντα τὰ συμφωνηθέντα ib.22.844.9 (iii B.C.); ἀπέχω τὴν συμπεφωνημένην αὐτοῦ τιμήν BGU1643.20 (ii A.D.). 3 unite for a bad purpose, conspire, τοῖς πένησι ἐπὶ τοὺς μέσους Arist.Pol.1297a1. III agree in saying, ὡς πάντα καλῶς κεῖται Pl.Lg.634e; ὅτι οὐκ ἀσφαλές ἐστι Arist.Mir.838b34. IV to be satisfactory, συμφωνεῖ μοι πάντα, ὡς πρόκειται PAmh.2.149.22 (vi A.D.), cf. PLips. 26.13 (iv A.D.), etc. 2 of remedies, to be suitable, Archig. ap. Aët.9.35, Gal.11.806.