συναθλέω
English (LSJ)
A = συναγωνίζομαι, τινι with one, Ep.Phil.4.3; struggle together, τινι for a thing, ib.1.27. II impress by practice upon, μεταφορᾶς μνήμῃ συνηθλημένης D.S.3.4.
A = συναγωνίζομαι, τινι with one, Ep.Phil.4.3; struggle together, τινι for a thing, ib.1.27. II impress by practice upon, μεταφορᾶς μνήμῃ συνηθλημένης D.S.3.4.