συναθροίζω
English (LSJ)
pf. -ήθροικα (-υκα Pap.) POxy.1253.5 (iv A.D.):—
A gather together, assemble, esp. of soldiers, X.An.7.2.8, etc.; τὸ ναυτικόν Lys.2.34; ἀγέλην Babr.124.8; σ. ἐπὶ τὴν πόλιν . . Ἕλληνάς τε καὶ βαρβάρους Pl.Mx.243b:—Pass., X.An.6.5.30, Act.Ap.12.12. 2 of things, gather into one mass, τὸ κάταγμα εἰς ἕν Ar.Lys. 585 (anap.); τὸ σῶμα σ. bring the body together, Pl.Ti.44d:—Pass., ἐὰν εἰς μίαν . . πόλιν . . συναθροισθῇ τὰ . . Χρήματα Id.R.422d; τούτων συνηθροισμένων to sum up, therefore, ib.563d; σ. εἰς ἕν Id.Ti.25b; εἰς ταὐτό Arist.HA546b18; συνηθροισμένη τῇ πόλει δόξα Lycurg.110; συνηθροισμένον πᾶν ἰσχυρόν Thphr.Ign.12, cf. Vent.26; Χρόνῳ τὸ μῖσος -ηθροίσθη Phld.Piet.30. 3 of a single person, οὐ συνήθροισται στρατῷ has not joined the main army, E.Rh.613.