Μεσσίας: -ου, ὁ, = Χριστός, εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν (ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον ὁ Χριστὸς) Εὐαγγ. κ. Ἰω. α΄, 42, δ΄, 25, Ὠριγέν. IV, 445B.
of Hebrew origin (מָשִׁ֫יחַ); the Messias (i.e. Mashiach), or Christ: Messias.