συνδρομάς
English (LSJ)
άδος, pecul. fem. of σύνδρομος, πέτραι αἱ σ.,
A = συμπληγάδες, E.IT421 (lyr.); Κυάνεαι σ. Theoc.13.22; μέσας τέρμασιν ἄκροις συνδρομάδας (two) mean proportionals to extremes, Eratosth. 35.6.
άδος, pecul. fem. of σύνδρομος, πέτραι αἱ σ.,
A = συμπληγάδες, E.IT421 (lyr.); Κυάνεαι σ. Theoc.13.22; μέσας τέρμασιν ἄκροις συνδρομάδας (two) mean proportionals to extremes, Eratosth. 35.6.