συνεκπορίζω
English (LSJ)
A help in procuring or supplying, τινί τι X.An. 5.8.25; προφάσεις Plu.2.73e; τὰ ἀναγκαῖα Hierocl. in CA11p.444M.
A help in procuring or supplying, τινί τι X.An. 5.8.25; προφάσεις Plu.2.73e; τὰ ἀναγκαῖα Hierocl. in CA11p.444M.