χρύσαμμος

Revision as of 06:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47b)

English (LSJ)

[ῡ], ἡ,

   A golden sand, Olymp.Alch.p.98 B.; = balluca, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1378] Goldsand mit sich führend, als subst. ὁ u. ἡ χρύσαμμος, Goldsand, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χρύσαμμος: [ῡ], ἡ, ἄμμος χρυσῆ, Βυζ.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που παρασύρει μαζί του χρυσή άμμο
2. το θηλ. ως ουσ. χρύσαμμος
χρυσή άμμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + ἄμμος.