ψαλμικός

Revision as of 06:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

German (Pape)

[Seite 1390] vom Psalme, zum Psalme gehörig, wie ein Psalm, auch adv., Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ψαλμικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τοὺς ψαλμούς, ἐκ τῶν ψαλμῶν, Ἰω. Μόσχ. 2852Β. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Ἰω. Χρυσοστ. τ. 6, σελ. 976, 5, Γρηγ. Νύσσ. σ. 143, ἔκδ. Ρώμης.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ψαλμικός, -ή, -όν, ΝΜ ψαλμός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ψαλμούς («ψαλμικός τόνος»)
μσν.
αυτός που μοιάζει με ψαλμό.
επίρρ...
ψαλμικώς / ψαλμικῶς, ΝΜ, και ψαλμικά Ν
με ψαλμούς.