χρυσοπετάλινος
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσοπετάλινος: -ον, κεκοσμημένος διὰ χρυσῶν πετάλων Βυζ.
Greek Monolingual
-ον, Μ
διακοσμημένος με χρυσά πέταλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσοπέταλος + κατάλ. -ινος].
χρῡσοπετάλινος: -ον, κεκοσμημένος διὰ χρυσῶν πετάλων Βυζ.
-ον, Μ
διακοσμημένος με χρυσά πέταλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσοπέταλος + κατάλ. -ινος].