χυλοειδής
English (LSJ)
ές,
A like juice, S.E.M.7.119.
German (Pape)
[Seite 1384] ές, saftartig, saftähnlich, Sext. Emp. adv. Math. 7, 119.
Greek (Liddell-Scott)
χῡλοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς χυλόν, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 119.
ές,
A like juice, S.E.M.7.119.
[Seite 1384] ές, saftartig, saftähnlich, Sext. Emp. adv. Math. 7, 119.
χῡλοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς χυλόν, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 119.