Αργείος

Greek Monolingual

-α, -ο (Α Ἀργεῖος κ. Ἀργέιος, -α, -ον)
1. αυτός που προέρχεται απ' το Άργός ή ανήκει σ' αυτό
2. κάτοικος του Άργους, Αργίτης
αρχ.
1. πληθ. αρσ. Ἀργεῖοι
Αχαιοί, Έλληνες
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ Ἀργεία (ενν. γη)
η Αργολίδα.