Αἰγινοπώλης

Spanish (DGE)

-ου, ὁ vendedor de baratijas, mercachifle (ἔλεγον) τοὺς παντοπώλας Αἰγινοπώλας Sch.Pi.O.29b, Hsch.s.u. Αἰγιναῖα, cf. Αἰγιναιοπώλης, Αἰγιναῖος.