Βαβυλωνιακός

Spanish (DGE)

(Βᾰβῠλωνιακός) -ή, -όν
babilonio, de Babilonia νάρδος Alex.308
subst. τὰ Βαβυλωνιακά historias babilonias tít. de obra de Yámblico, II d.C., Sud.s.u. Ἰάμβλιχος, Iambl., I.