Βακχιάς

English (LSJ)

Βακχιάδος, ἡ, Bacchiad, of Bacchus, poet. fem. of Βάκχειος, ὀπώρη AP6.72 (Agath.), Nonn.12.296, al.

Spanish (DGE)

-άδος
• Morfología: [dat. plu. -εσσι Nonn.D.39.203]
1 baquíade, báquica, de Baco αἰχμή Nonn.D.17.266, ἀσπίς Nonn.D.25.565, φάλαγξ Nonn.D.34.271, ὀπώρα AP 6.72 (Agath.).
2 subst. ἡ Βακχιάς = baquíade, bacante Nonn.D.17.29, 34.294.

Greek (Liddell-Scott)

Βακχιάς: -άδος, ἡ, ποιητ. θηλ. τοῦ Βάκχειος, Ἀνθ. II. 6. 72, καὶ συχν. παρὰ Νόνν.

Greek Monotonic

Βακχιάς: -άδος, ἡ, ποιητ. θηλ. του Βάκχειος, σε Ανθ.