Βορειάς

English (LSJ)

poet. for Βορεάς.

Greek (Liddell-Scott)

Βορειάς: -άδος, ἡ, ποιητ. ἀντὶ Βορεάς, Ὀρφ. Ἀργ. 736.

Greek Monolingual

η
βλ. Βορεάς.