Βρίακχος

English (LSJ)

ἡ, = βάκχη, S.Fr.779 (expld. by βριαρῶς ἰακχάζουσα, Hsch., EM213.26): name of a Satyr on vases, Berlin 2256, BMus. E.253.

Greek (Liddell-Scott)

Βρίακχος: ἡ, = Βάκχη, Σοφ. Ἀποσπ. 860.