Γλαυκιεύς

Spanish (DGE)

-έως
• Alolema(s): tb. Γλαυκιώτης St.Byz.s.u. Γλαυκία; Γλαύκιος St.Byz.l.c.
glaucio ét. de Glaucia, St.Byz.l.c.