Δί

English (LSJ)

Δία, v. Ζεύς.

Spanish (DGE)

v. Ζεύς.

French (Bailly abrégé)

v. Ζεύς.

Russian (Dvoretsky)

Δί: Pind. dat. к Ζεύς.

Greek (Liddell-Scott)

Δί: Δία, ἴδε ἐν λ. Ζεύς.

Greek Monotonic

Δί: ποιητ. αντί Διΐ, δοτ. του Ζεύς· Δία, αιτ.