Δαρικός

English (LSJ)

v. Δαρεικός.

Spanish (DGE)

v. Δαρεικός.

Greek (Liddell-Scott)

Δαρικός: ὁ, ἐν ἐπιγραφ. ἀντὶ Δαρεικός, Συλλ. Ἐπιγραφ. 1511, 1571.