Δωριακός

English (LSJ)

Δωριακή, Δωριακόν, poet. for Δωρικός, πόλεμος Orac. ap. Th.2.54.

Spanish (DGE)

-ή, -όν dórico πόλεμος Orác. en Th.2.54.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
c. Δωρικός.

Russian (Dvoretsky)

Δωριακός: Thuc. = Δωρικός.

German (Pape)

Orac. bei Thuc. 2.52, = δωρικός.