Θρασκίας
English (LSJ)
-ου, ὁ, the wind from NNW., Arist.Mete.363b29, Mu. 394b30, Thphr. Vent.42, Agathem.2.7, Lyd.Mag.3.32:—written Θρᾳκίας, Arist.Vent.973b17, Thphr. Sign.35; Θρᾱκίας IG14.1308: —hence θρασκικός, ή, όν, facing NNW., of windows, Zos.Alch. p.141 B.
Greek (Liddell-Scott)
Θρασκίας: -ου, ὁ, ἄνεμος πνέων μεταξὺ ἀργέστου καὶ ἀπαρκτίου, «θρακιᾶς» Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 9 κἑξ., Κόσμ. 4, 13, Θεόφρ. π. Ἀνέμ. 42, Συλλ. Ἐπιγρ. 6180∙ πιθ. ὡς πνέων ἐκ Θρᾴκης∙ μάλιστα γράφεται Θρᾳκίας ἐν Ἀριστ. π. Ἀνέμ. 9, Θεοφρ. π. Σημ. 2, 10 κἑξ.
Russian (Dvoretsky)
Θρασκίας: и Θρᾳκίας, ου ὁ (sc. ἄνεμος) фракийский, т. е. сев.-сев.-восточный ветер Arst.