Θυβριάς

English (LSJ)

Θυβριάδος, ἡ, = Θυμβριάς, IG14.1389i1.

Greek (Liddell-Scott)

Θυβριάς: -άδος, ἡ, = Θυμβριάς, Ἀνθ. Π. παράρτ. 51. 1.