Κάδμιλος

Greek (Liddell-Scott)

Κάδμῐλος: ὁ, «Ἑρμῆς ἐν Τυρρηνίᾳ» Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 162, Ἀρκάδ. 56, 2, κλ., πρβλ. τὴν λ. κάδουλοι.