Καδμείωνες
English (Autenrieth)
French (Bailly abrégé)
ων (οἱ) : c. Καδμεῖοι.
Russian (Dvoretsky)
Καδμείωνες: οἱ Hom. = Καδμεῖοι.
Greek Monolingual
Καδμειῶνες και Καδμείωνες, οἱ (Α) Κάδμος
Καδμείοι, οι παλαιοί κάτοικοι τών Θηβών.
ων (οἱ) : c. Καδμεῖοι.
Καδμείωνες: οἱ Hom. = Καδμεῖοι.
Καδμειῶνες και Καδμείωνες, οἱ (Α) Κάδμος
Καδμείοι, οι παλαιοί κάτοικοι τών Θηβών.