Καδμηίς: -ίδος, θηλ. του Καδμεῖος, σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ.· επίσης σε Αττ., Θουκ.
Καδμηίς, ίδος [fem. of Καδμεῖος, Hhymn., Hes.; also in Attic, Thuc.]