Καλλιόπα

English (Slater)

Καλλῐόπα a muse, v. ἰάλεμος b. μέλει τέ σφισι Καλλιόπα καὶ χάλκεος Ἄρης (O. 10.14)

Russian (Dvoretsky)

Καλλιόπα: ἡ дор. = Καλλιόπη.