Κελτίς

Greek Monolingual

Κελτίς, ἡ (Α)
βλ. Κελτός.

Russian (Dvoretsky)

Κελτίς: ίδος adj. f кельтская: χιόσι Κελτίσι νιφόμενος Anth. занесенный кельтскими снегами.