Κελτικός

English (LSJ)

ή, όν, Celtic, Gallic, Keltic, Str. 3.1.3

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de Celtique ou des Celtes ; ἡ Κελτική la Gaule.
Étymologie: Κελτός.

Middle Liddell

Κελτικός, ή, όν from Κελτοί
Celtic, Gallic, fem. Κελτίς, ίδος, Anth.