Κελτός

French (Bailly abrégé)

οῦ;
adj. m.
Celte ; οἱ Κελτοί les Celtes.

Greek Monolingual

Κελτός, -ή και Κελτίς, -όν (Α)
(το αρσ. στον πληθ.) οἱ Κελτοί
βλ. Κέλτες.