Κνώσιος

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de Cnosos, en Crète ; Crétois.
Étymologie: Κνωσός.

English (Slater)

Κνώσιος of Knossos in Crete. εἰ μὴ στάσις ἀντιάνειρα Κνωσίας σ' ἄμερσε πάτρας (O. 12.16)