Κρήσιος

English (LSJ)

α, ον, v. Κρής.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de Crète, crétois.
Étymologie: Κρήτη.

Russian (Dvoretsky)

Κρήσιος: критский Soph., Eur.

Greek (Liddell-Scott)

Κρήσιος: -α, -ον, καὶ Κρῆσσα, ἴδε ἐν λέξ. Κρής.

Greek Monotonic

Κρήσιος: -α, -ον, Κρῆσσα, βλ. Κρής.

English (Woodhouse)

Cretan