Κυβήβη

English (LSJ)

ἡ,
A = Κυβέλη (q.v.).
II an Arcadian boot, Hsch.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
c. Κυβέλη.

Greek (Liddell-Scott)

Κῠβήβη: ἡ, = Κυβέλη, ὃ ἴδε.

Greek Monotonic

Κῠβήβη: ἡ = Κυβέλη, βλ. αυτ.

Middle Liddell

Κῠβήβη, ἡ, = Κυβέλη, q.v.]