Κυπρόθε

Greek Monolingual

Κυπρόθεν(ν) (Α) επίρρ. από την Κύπρο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Κύπρος + -θεν, επιρρμ. κατάλ. που δηλώνει την από τόπου κίνηση].