v. Κῶς.
adv.à Cos avec mouv.Étymologie: Κόως, -δε.
Κόωνδε: ἴδε ἐν λ. Κῶς.
see Κῶς.
Κόωνδε: βλ. Κῶς.
v. sub. Κῶς
nach Κόως.