Λίνδιος

English (LSJ)

v. sub Λίνδος.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
de Lindos.
Étymologie: Λίνδος².

Greek Monolingual

Λίνδιος, -ία, -ον (Α) Λίνδος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Λίνδο ή αυτός που προέρχεται από τη Λίνδο
2. (το αρσ. και θηλ.) ο κάτοικος της Λίνδου.

Russian (Dvoretsky)

Λίνδιος: Λίνδος II] линдский Her.