v. sub Λίνδος.
ου;adj. m.de Lindos.Étymologie: Λίνδος².
Λίνδιος, -ία, -ον (Α) Λίνδος1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Λίνδο ή αυτός που προέρχεται από τη Λίνδο2. (το αρσ. και θηλ.) ο κάτοικος της Λίνδου.
Λίνδιος: Λίνδος II] линдский Her.