Λεσβόθεν

French (Bailly abrégé)

adv.
de Lesbos.
Étymologie: Λέσβος, -θεν.

Greek Monolingual

Λεσβόθεν (Α)
επίρρ. από τη Λέσβο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Λέσβος + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. Αθηνόθεν, οίκοθεν)].

Russian (Dvoretsky)

Λεσβόθεν: с Лесбоса Hom., Anth.

Middle Liddell

from Lesbos, Il.