Λύκαια

English (LSJ)

τά, v. Λυκαῖος III.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
s.e. ἱερά;
1 fêtes de Zeus Lykæos;
2 à Rome les Lupercales.
Étymologie: Λυκαῖος.

Russian (Dvoretsky)

Λύκαια: τά (sc. ἱερά)
1 ликеи (празднества в честь Зевса Ликейского Xen.);
2 Plut. = лат. Lupercalia.

Greek (Liddell-Scott)

Λύκαια: τά, ἴδε Λυκαῖος.

Greek Monolingual

Λύκαια, τὰ (Α) λύκαιον
εορτή με αγώνες προς τιμήν του Λυκαίου Διός στο όρος Λύκαιο της Αρκαδίας.

Greek Monotonic

Λύκαια: τά, βλ. Λυκαῖος.

Middle Liddell

Λύκαια, ων, τά, [v. Λυκαῖος.]