Μαγνητικός

English (LSJ)

v. sub Μάγνης.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
c. Μαγνήσιος.

Russian (Dvoretsky)

Μαγνητικός: Aesch. = Μαγνήσιος.

English (Woodhouse)

Magnesian