Μαυροθαλασσίτης
Greek Monolingual
ο, θηλ. Μαυροθαλασσίτισσα
αυτός που κατοικεί στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας ή κατάγεται από τις περιοχές αυτές.
ο, θηλ. Μαυροθαλασσίτισσα
αυτός που κατοικεί στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας ή κατάγεται από τις περιοχές αυτές.