Μελιτεύς
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
habitant ou originaire du dème Μελίτη.
Russian (Dvoretsky)
Μελῐτεύς: έως ὁ житель или уроженец дема Мелита Dem.
έως (ὁ) :
habitant ou originaire du dème Μελίτη.
Μελῐτεύς: έως ὁ житель или уроженец дема Мелита Dem.