Μεσσηνία

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 la Messénie;
2 territoire de Messine.
Étymologie: v. Μεσήνη.

Russian (Dvoretsky)

Μεσσηνία: ἡ Plut., Diod. = Μεσσήνη 2.

English (Woodhouse)

(see also: Μεσσήνιος) Messenia