Μιμαντοβάτης
English (LSJ)
ου, ὁ, title of an official at Erythrae, IGRom. 4.1543.
Greek Monolingual
Μιμαντοβάτης, ὁ
(Α)
τίτλος υπαλλήλου στις Ερυθρές.
ου, ὁ, title of an official at Erythrae, IGRom. 4.1543.
Μιμαντοβάτης, ὁ
(Α)
τίτλος υπαλλήλου στις Ερυθρές.