Μναμόνα

English (LSJ)

= Μνημοσύνη, Ar.Lys.1248.

Greek Monolingual

Μναμόνα, ἡ (Α)
η μητέρα τών Μουσών, η Μνημοσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < μνήμων, πιθ. συντετμημένος τ. του Μναμοσύνη (πρβλ. ευφροσύνη: ευφρόνη)].