Μυκηνίς

French (Bailly abrégé)

ίδος
adj. f.
de Mycènes.
Étymologie: Μυκήνη.

Russian (Dvoretsky)

Μῠκηνίς: ίδος adj. f микенская (ἀρβύλη Eur.).
ίδος ἡ микенянка Eur.