Νειλοκαλάμη

English (LSJ)

[λᾰ], ἡ, bulrush, PMag.Lond.121.490, BGU633.20 (iii A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

Νειλοκαλάμη: ἡ, πόα τις Αἰγυπτ., Pap. mag. in Weis Neue Gr. Zauberpap. 433 Νειλοκαλάμης σπέρμα.