Νεμεαῖος

English (LSJ)

v. sub Νεμέα.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de Némée.
Étymologie: Νεμέα.

English (Slater)

Νεμεαῑος Nemean Νεμεαίου ἐν πολυυμνήτῳ Διὸς ἄλσει (N. 2.4) Δείνιος δισσῶν σταδίων καὶ πατρὸς Μέγα Νεμεαῖον ἄγαλμα (Pauw: νέμειον codd.) (N. 8.16)

Russian (Dvoretsky)

Νεμεαῖος: Немейский (Ζεύς Pind.).